νεήμελκτος

νεήμελκτος
νεήμελκτος και νεάμελκτος, -έλκτη, -ον (Α)
(για αγγείο) αυτός στον οποίο αρμέχθηκε γάλα πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)*- + -ήμελκτος (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. αν-ήμελκτος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεημέλκτῃ — νεήμελκτος newly milked fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεάμελκτος — νεάμελκτος, η, ον (Α) βλ. νεήμελκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”